- κάτοχ'
- κάτοχα , κάτοχοςholding downneut nom/voc/acc plκάτοχε , κάτοχοςholding downmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… … Dictionary of Greek
μετοχίτης — ο (Μ μετοχίτης) μοναχός που διοικεί ή διευθύνει μετόχιο μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετόχι + κατάλ. ίτης (πρβλ. κατοχ ίτης)] … Dictionary of Greek